- στρέ(γ)ω
- στρέ(γ)ω και στέργω δίνω τη συγκατάθεσή μου, ανέχομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρέ(γ)ω — Ν βλ.στέργω … Dictionary of Greek
αλλοιόστροφος — ἀλλοιόστροφος, ον (Α) (ποίημα) χωρίς κανονική διάταξη, χωρίς στροφή και αντιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + στροφός < στρέ φω] … Dictionary of Greek
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek